Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ χρονικά

См. также в других словарях:

  • Χρονικά — I Ιστορικές αφηγήσεις, που περιορίζονται στην αναγραφή των γεγονότων με καθαρά χρονολογνκή σειρά, και για τον λόγο αυτό διακρίνονται από την κυρίως ιστορία, που είναι μαζί σύνθεση και ερμηνεία των γεγονότων. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της… …   Dictionary of Greek

  • χρονικά — χρονικός of neut nom/voc/acc pl χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc/acc dual χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιτωλοακαρνανικά Χρονικά — Τριμηνιαία έκδοση με φιλολογικό και λαογραφικό περιεχόμενο, του οποίου η έκδοση ξεκίνησε το 1956 στο Μεσολόγγι από την τότε νομαρχία Αιτωλίας και Ακαρνανίας …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινά χρονικά — Τίτλος περιοδικού βυζαντινολογικού περιεχομένου της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, που εκδιδόταν στην Πετρούπολη (1894 1914). Το περιοδικό επανεκδόθηκε το 1928 από την Ακαδημία Επιστημών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τα κείμενα… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικά Χρονικά — Εφημερίδα που άρχισε να εκδίδεται στο Μεσολόγγι την 1η Ιανουαρίου 1824, με διευθυντή τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Τα χειροκίνητα πιεστήρια της εφημερίδας μεταφέρθηκαν από την Αγγλία από τον συνταγματάρχη Στάνχοπ, αντιπρόσωπο του… …   Dictionary of Greek

  • Ηπειρωτικά Χρονικά — Τριμηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στα Ιωάννινα. Ιδρύθηκε το 1926. Τα περιεχόμενά του αναφέρονταν στην ιστορία, στη λαογραφία και στην πολιτιστική παράδοση της Ηπείρου …   Dictionary of Greek

  • εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… …   Dictionary of Greek

  • χρονικάς — χρονικά̱ς , χρονικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»