-
1 χρονικα
τά (sc. βιβλία) хроника, летопись Plut. -
2 χρονικά
χρονικόςof: neut nom /voc /acc plχρονικά̱, χρονικόςof: fem nom /voc /acc dualχρονικά̱, χρονικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 χρονικά
annales -
4 χρονικά
annalsΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χρονικά
-
5 στα νομικά χρονικά
во аналите на правотоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στα νομικά χρονικά
-
6 хроника
[χρόνικα] ουσ. θ. τα χρονικά -
7 хроника
[χρόνικα] ουσ θ τα χρονικά -
8 χρονικάς
χρονικά̱ς, χρονικόςof: fem acc pl -
9 annales
χρονικά -
10 annals
χρονικά -
11 χρονικαι
-
12 регламент
регламент м о κανονισμός; \регламент собрания τα χρονικά όρια ομιλίας* * *мο κανονισμόςрегла́мент собра́ния — τα χρονικά όρια ομιλίας
-
13 хроника
хроника ж 1) (в прессе) τα χρονικά 2) (фильм ) τα επίκαιρα* * *ж1) ( в прессе) τα χρονικά2) ( фильм) τα επίκαιρα -
14 chronicus
chronicus, a, um (χρονικός), zur Zeit gehörig, canones, Hieron.: libri chron., Gell., u. absol., chronica, ōrum, n. (τὰ χρονικά), b. Plin. u. Gell., Geschichtsbücher nach der Zeitfolge, Chronik: morbi chr., chronische = langwierige, rein lat. longi (Ggstz. acuti morbi), Isid. u. Cael. Aur.
-
15 χρονικός
-
16 хроника
1. (ист., литер.) τα χρονικά (πλ.) 2. (в газете, журнале) το χρονογράφημα 3. (документальный фильм) τα επίκαιρα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хроника
-
17 летопись
летописьж τό χρονικό, τά χρονικά, -
18 правильный
правильн||ыйприл1. (верный) σωστός, ὁρθός, ἀκριβής:\правильныйое решение ἡ σωστή ἀπόφαση2. (закономерный, регулярный) κανονικός, τακτικός, ἀρμονικός:через \правильныйые промежу́тки времени κατά κανονικά χρονικά διαστήματα· \правильныйый глаго́л грам. τό ὀμαλόν ρήμα·3. мат ὁμαλός· ◊ \правильныйые черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά. -
19 фильм
фильмм ἡ ταινία, τό φίλμ:звуковой \фильм ἡ ὀμιλοῦσα ταινία· художественный \фильм τό καλλιτεχνικό φίλμ, ἡ καλλιτεχνική ταινία· документальный \фильм τό ντοκουμαν-τέρ· хроникальный \фильм τά κινηματογραφικά χρονικά· мультипликационный \фильм τό μἰκυ-μάους· короткометражный \фильм ἡ ταινία μικροῦ μετράζ· полнометражный \фильм κανονικής διαρκείας· широкоэкранный \фильм τό φίλμ σινεμασκόπ· стереоскопический \фильм ἡ στερεοσκοπική ταινία· цветной \фильм τό ἔγχρωμο φίλμ, ἡ ἔγχρωμη ταινία· снимать \фильм γυρίζω φίλμ. -
20 фотохроника
фотохроникаж τά εἰκονογραφημένα νέα, τά εἰκονογραφημένα χρονικά.
См. также в других словарях:
Χρονικά — I Ιστορικές αφηγήσεις, που περιορίζονται στην αναγραφή των γεγονότων με καθαρά χρονολογνκή σειρά, και για τον λόγο αυτό διακρίνονται από την κυρίως ιστορία, που είναι μαζί σύνθεση και ερμηνεία των γεγονότων. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της… … Dictionary of Greek
χρονικά — χρονικός of neut nom/voc/acc pl χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc/acc dual χρονικά̱ , χρονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιτωλοακαρνανικά Χρονικά — Τριμηνιαία έκδοση με φιλολογικό και λαογραφικό περιεχόμενο, του οποίου η έκδοση ξεκίνησε το 1956 στο Μεσολόγγι από την τότε νομαρχία Αιτωλίας και Ακαρνανίας … Dictionary of Greek
Βυζαντινά χρονικά — Τίτλος περιοδικού βυζαντινολογικού περιεχομένου της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, που εκδιδόταν στην Πετρούπολη (1894 1914). Το περιοδικό επανεκδόθηκε το 1928 από την Ακαδημία Επιστημών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τα κείμενα… … Dictionary of Greek
Ελληνικά Χρονικά — Εφημερίδα που άρχισε να εκδίδεται στο Μεσολόγγι την 1η Ιανουαρίου 1824, με διευθυντή τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Τα χειροκίνητα πιεστήρια της εφημερίδας μεταφέρθηκαν από την Αγγλία από τον συνταγματάρχη Στάνχοπ, αντιπρόσωπο του… … Dictionary of Greek
Ηπειρωτικά Χρονικά — Τριμηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στα Ιωάννινα. Ιδρύθηκε το 1926. Τα περιεχόμενά του αναφέρονταν στην ιστορία, στη λαογραφία και στην πολιτιστική παράδοση της Ηπείρου … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
χρονικάς — χρονικά̱ς , χρονικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek